Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Έκθεση Ζωγραφικής

Δρ. Ιωάννης Σ. Χριστοδούλου

  Δημοτικό Μουσείο THALASSA (Αγία Νάπα, 30 Απριλίου 2017)
        Πτωχόπουλος, Πτωχοπούλου, Σοφοκλέους

Αισθάνομαι ιδιαίτερη τιμή απόψε, επειδή, για μια τέχνη που αγαπώ ιδιαίτερα, μου δόθηκε η ευκαιρία να παραστώ με ιδιαίτερο ρόλο σε μια πολύ σημαντική έκθεση. Οι καλλιτέχνες που εκθέτουν κάνουν τη στιγμή πιο σημαντική, αφού πρόκειται για τον διακεκριμένο Πέτρο Πτωχόπουλο, και δύο πολύ καλούς μαθητές του, την κόρη του Νεφέλη και τον παλαιό και αγαπητό μου φίλο, Βαρνάβα Σοφοκλέους.
Κάθε μη μονοπρόσωπη έκθεση ζωγραφικής, όπως η αποψινή, μπορεί να παραβληθεί με θεατρικό έργο ορισμένων προσώπων ή με βιβλίο ορισμένων ηρώων. Αν επρόκειτο για θεατρικό έργο, και τα τρία πρόσωπα του έργου είναι πρωταγωνιστές. Οι δύο κύριοι και η μία κυρία, έργα των οποίων εκτίθενται εδώ από σήμερα, έχουν τον δικό τους χαρακτήρα, τη δική τους φυσιογνωμία, τον δικό τους ιδιαίτερο ρόλο να παίξουν στο έργο που εκτυλίσσεται στη σκηνή του πολιτισμού στην Κύπρο. Και σε βιβλίο να ήταν ήρωες, όμως, για τον καθένα υπάρχει μια διαφορετική αφήγηση, εκείνη που αρθρώνουν οι ίδιοι στο διάβα της ιστορίας και της δημιουργίας τους. Σήμερα, στην πραγματικότητα, βλέπουμε εικόνες από το μέλλον τους, ακόμα κι αν κάποια έργα είναι παλαιότερα, αφού άξιοι και πανάξιοι καλλιτέχνες, όπως αυτοί που έχουμε μπροστά μας, δημιουργώντας δημιουργούν το μέλλον.
Η Νεφέλη και ο Βαρνάβας, ως φερέλπιδες ζωγράφοι, συναντούν τον δάσκαλό τους, τον Πέτρο Πτωχόπουλο, ο οποίος πολλαπλασιάζεται στα έργα τους, όχι επειδή οι δύο νέοι μιμούνται τον δάσκαλο, αλλά επειδή κάθε μαθητής μεταφέρει τον δάσκαλό του σ’ ένα μέλλον που ο δάσκαλος το ζει με τους μαθητές του σαν ένα διαρκές παρόν δημιουργίας. Κάτι που δεν θα γινόταν, φυσικά, αν ο δάσκαλος δεν ήταν σπουδαίος, όπως ο Πτωχόπουλος.
Απόψε, λοιπόν, έχουμε γύρω μας τον γνωστό, πολυβραβευμένο Πτωχόπουλο, με την επιμονή που έχει να ζωγραφίζει με έντονα χρώματα την πραγματικότητα που δημιουργεί από νερό, Κύπρο και ευθείες γραμμές. Γραμμές όπως ο ευθύς του χαρακτήρας, που δεν διστάζει δεκαετίες να διεκδικεί για τον πολιτισμό και τη δική του τέχνη, τη ζωγραφική, την περίοπτη θέση που έχουν, ούτως οι άλλως, οι πίνακές του ανά τον κόσμο. Λόγος και τέχνη, στο πρόσωπο του Πτωχόπουλου, κάνουν ένα κράμα δυσεύρετο στην εποχή μας, που οι ζωγράφοι απλώς ζωγραφίζουν και οι όντως διανοούμενοι εκλείπουν δραματικά για να μιλήσουν.
Η Νεφέλη, η κόρη του, η κυρία της καλλιτεχνικής συντροφιάς, δεν φείδεται κι αυτή των χρωμάτων. Στα έργα της, όπως και στα έργα του πατέρα της, είναι ιδιαίτερη η σφραγίδα της αρμονίας. Με μια διαφορά: τη μουσική που ο πατέρας της ακούει στον βυθό και αγναντεύοντας το κυπριακό τοπίο, η Νεφέλη την ανακαλύπτει στην ίδια την πηγή της αρμονίας, τη μουσική. Ακόμα κι αν δεν παριστάνονται μουσικά όργανα στο έργο της, όμως, η μουσική ακούγεται εύηχη και ευκρινώς από τον καμβά της, ο οποίος διατρέχεται από τις φιγούρες που ζωγραφίζει με τον τρόπο που ο ήχος του φλάουτου δεν μπορεί παρά να διασχίζει τους ακουστικούς μας κοχλίες: ήρεμα και σιγαλά.
Ο Βαρνάβας, τέλος, ο περήφανος μαθητής του Πτωχόπουλου, πρέπει, θεωρώ, να κάνει ιδιαίτερα περήφανο τον δάσκαλό του. Όχι γιατί τον μιμείται. Για το αντίθετο ακριβώς. Πήρε από εκείνον την αγάπη του για το χρώμα, πήρε την ακαταπόνητη υπομονή όταν ζωγραφίζει τη φύση, πήρε τη μέθοδο, αλλά δεν πήρε τα μάτια του. Κράτησε τα δικά του μάτια, όπως κάνει κάθε πρωτότυπος καλλιτέχνης, που σέβεται τον εαυτό του. Με τα μάτια αυτά αναδεικνύει την ανθρώπινη φιγούρα με τον ίδιο τρόπο που το κάνει ο Πτωχόπουλος, αφαιρετικά, αλλά με μια αξιοπρόσεκτη μινιμαλιστική διάθεση. Κατά τα άλλα, κρατάει στο φυσικό τους μέγεθος και στη σωστή αναλογία δέντρα και οικοδομήματα, που κοσμούν τους πίνακές του. Με τις λεπταίσθητες κινήσεις ανατόμου, αναδεικνύει ευρήματα από το οπτικό του πεδίο μοναδικά, με τρόπο που θα σφραγίσει, θεωρώ, την ελληνική ζωγραφική στην Κύπρο.

Εύχομαι και στους τρεις καλή συνέχεια στην έκθεση και στο έργο τους, με την πεποίθηση ότι εγκαινιάζουν μια περίοδο στον πολιτισμό όχι μόνο του κυπριακού καλοκαιριού του ’17 αλλά της καινούριας εποχής για τη ζωγραφική στην Κύπρο. Σας ευχαριστώ!





Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016

Περί λειψάνων


Πρόσφατα προτάχθηκε επικαιρικό αίτημα να επανεξεταστεί το θρησκεύεσθαι στη δημόσια εκπαίδευση. Δημόσιο αίτημα αυτό, της Επιτρόπου Διοικήσεως μάλιστα, μετά από καταγγελία που δέχθηκε από Κύπριους ανθρωπιστές για το προσκύνημα μικρών παιδιών σε λείψανα, με πρωτοβουλία Διεύνθυνσης Νηπιαγωγείου. Ο δημόσιος διάλογος κράτησε, όπως όλοι, δύο εβδομάδες περίπου. Το ενδιαφέρον των Θεσμών ανύπαρκτο. Λίγες δηλώσεις, πολιτικές ή θρησκολατρικές, και αυτές λειψές, άσφαιρες, ασήμαντες…
Είναι δύο τα θέματα. Η θρησκευτική κατήχηση καθεαυτήν και τα λείψανα καθεαυτά. Συμπλέκονται τα θέματα μεταξύ τους. Η θρησκευτική κατήχηση στο σχολείο εξηγείται. Ελληνικό σχολείο είναι το δημόσιο κυπριακό σχολείο στην ελεύθερη Κύπρο, η ελληνικότητα συνδέεται με τον Χριστιανισμό, άρα ο Χριστιανισμός ως θρησκεία διδάσκεται παντοιοτρόπως στο σχολείο όπως διδάσκεται η ελληνική γλώσσα. Αυτό είναι το σκεπτικό για τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών αλλά και για όλες τις δραστηριότητες που είτε προσανατολίζουν τα παιδιά στην Εκκλησία είτε ενισχύουν είτε προκαλούν τον εθισμό τους στο χριστιανικώς θρησκεύεσθαι.
Το αν θα πρέπει να είναι έτσι τα πράγματα, είναι ένας σοβαρός προβληματισμός που εγκαινιάστηκε στην Ελλάδα πρόσφατα σε θεσμικό επίπεδο, θα εμπλουτιστεί και θα παρθούν πολιτικές αποφάσεις για το αν πρέπει η ελληνικότητα να συνδέεται με τον Χριστιανισμό μέσω της θρησκευτικής κατήχησης, στο πλαίσιο του μαθήματος των Θρησκευτικών, στο σχολείο. Στην Κύπρο, προβλέπω, δεν θα γίνει η συζήτηση αυτή με θεσμική πρωτοβουλία σύντομα. Οι λόγοι είναι αρκετοί, και υπόσχομαι επ’ αυτού να επανέλθω.
Αυτό που εγώ έχω να εισφέρω ως σκέψη, είναι το εξής. Αν υποθέσουμε ότι τα λείψανα που εκτίθενται σε λαϊκό προσκύνημα στις εκκλησίες είναι όντως των προσώπων τα οποία μνημονεύονται μέσω των λειψάνων, διερωτώμαι: οι ενάρετοι και οι ενάρετες της Ορθοδοξίας, οι δυνάμει άγιοι και αγίες, μπορούσαν να φανταστούν ότι τα οστά τους θα εκτίθενται σε κοινή θέα, μετά από σχετική επεξεργασία, φυσικά, και τεχνηέντως επενδεδυμένα; Αν ρωτιούνταν αν θα το ήθελαν, θα το επέτρεπαν; Δεν νομίζω.
Αν λάβω υπόψη μου, επίσης, τις προδιαγραφές της αγιότητας στην ορθόδοξη Εκκλησία, τότε μάλλον η παράδοση της διαφήμισης των λειψάνων εκφεύγει της ορθόδοξης νομιμότητας. Στον Χριστιανισμό το σώμα, ζωντανό ή νεκρό, είναι ιερό. Το ίδιο και σε άλλες θρησκείες φυσικά. Αυτό, φαντάζομαι, ισχύει στο πολλαπλάσιο για τους Χριστιανούς αγίους. Οφείλουν, λοιπόν, οι θεσμοθετημένοι θρησκευτικοί προϊστάμενοι να προστατεύουν και να τιμούν τα λείψανα κάθε ανθρώπου και, οπωσδήποτε, των αγίων. Αν περιέφεραν οποιαδήποτε άλλα λείψανα, αυτοί ή οποιοσδήποτε άλλος, δεν θα θεωρείτο περιύβριση νεκρού τουλάχιστον; Ποια η διαφορά του νεκρού αγίου;
Και κάτι άλλο. Όσο κι αν το σώμα είναι όχημα για τη θνητή αρετή οποιουδήποτε, αγίου ή μη, είναι το σώμα του μόνο, και όχι αυτό που κάνει τον άνθρωπο να διαπρέπει ηθικά. Αλλά, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι το ζωντανό σώμα συμμετέχει στην παραγωγή αρετής, τα οστά ως λείψανα τι εκπροσωπούν; Το πρώην ζωντανό σώμα του Αγίου ή της Αγίας ή το πνεύμα του; Ούτε το ένα, θεωρώ, ούτε το άλλο. Είναι ό,τι απομένει από τον κάθε άνθρωπο, άγιο ή μη, και δεν ξεχωρίζουν τα λείψανα μεταξύ τους.
Οι εκκλησιαστικοί ταγοί δύσκολα θα σκεφτούν έτσι. Το ίδιο και πολλοί περιδεείς Χριστιανοί. Επειδή, όμως, σκεπτόμενοι Χριστιανοί και άλλοι, που στέλνουν τα παιδιά τους στο σχολείο, δεν θεωρούν ότι πρέπει να εκπαιδεύονται για να μη σκέφτονται, και να προσκυνούν λείψανα ή ό,τι άλλο, οι πολιτικά επαγγελλόμενοι τη μέριμνα για την Παιδεία οφείλουν να σκέφτονται περισσότερο και να προσκυνούν λιγότερο… 


Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

Ιστορία και πολιτική



Με πρόσφατη, “πανηγυρική” δήλωσή του ο Μουσταφά Ακιντζί, που ξάφνιασε “ευχάριστα”, επανέφερε την ιστορία στο προσκήνιο της πολιτικής: «Κι αν εμείς το ονομάσαμε “ειρηνευτική επιχείρηση”, αναμφίβολα αυτό ήταν πόλεμος». Μια πρώτη, ανεπεξέργαστη θετική εντύπωση, πάραυτα διαψεύδεται από επόμενη δήλωση: «Την 20η Ιουλίου πρέπει να την κρίνεις από αυτή την άποψη: Ήταν μια επιχείρηση για να εμποδίσει το να ριζώσει το πραξικοπηματικό καθεστώς και η Ένωση στην Κύπρο». Οι συνειρμοί με τη γνωστή Μακαριακή ανάγνωση των γεγονότων εκείνης της εποχής είναι αναπόφευκτοι…
Οπωσδήποτε, οι ιστορικοί ισχυρισμοί που εμπλουτίζουν την πολιτική επιχειρηματολογία έχουν ιδιαίτερο βάρος στη χάραξη πολιτικών σχεδιασμών. Όταν οι ισχυρισμοί είναι αντιφατικοί, όπως οι ως άνω, η πολιτική διαχείριση του παρόντος δυσχεραίνεται. Είτε την 20η Ιουλίου ξέσπασε πόλεμος στην Κύπρο, είτε επρόκειτο για μια επιχείρηση ειδικού σκοπού, αν και όχι ειρηνευτική. Ο ειδικός αυτός σκοπός, όπως διατυπώνεται από τον Ακιντζί, ήταν να εμποδιστεί το πραξικοπηματικό καθεστώς να εγκαθιδρυθεί στην Κύπρο και, υποθέτω, να αποκατασταθεί η δημοκρατία. Ειδικό βάρος, ωστόσο, είναι προφανές, έχει στη συλλογιστική του Ακιντζί η αποτροπή της Ένωσης. Άρα, για να ενωθούν με νόημα οι δύο δηλώσεις: την 20η Ιουλίου του 1974 η Τουρκία άρχισε πολεμικές επιχειρήσεις στην Κύπρο για να αποτρέψει την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα.
Μια τέτοια ανάγνωση των ιστορικών γεγονότων ρίχνει άπλετο φως στην πολιτική των δύο πλευρών στο Κυπριακό πρόβλημα από το 1974 και μετά. Οι μεν επιτέθηκαν και συνεχίζουν να επιτίθενται, οι άλλοι αμύνθηκαν και συνεχίζουν να αμύνονται. Ωστόσο,  πρέπει να ομολογήσουμε, η ανέκαθεν ανεδαφική “προοπτική” της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα είχε πάψει να υφίσταται πολύ πριν το 1974. Το ιστορικό επιχείρημα του Ακιντζί, επομένως, για να δικαιολογήσει την “πολιτική” του πολέμου, ξέρει και ο ίδιος ότι δεν στέκει. Σήμερα, μάλιστα, τείνει να εκλείψει ακόμα και η ιστορική ανάμνηση των συζητήσεων, ουσιαστικά, για την Ένωση.
Επομένως, η Κυπριακή Δημοκρατία για τη “διάσωση” της οποίας, υποτίθεται, έλαβε χώρα ο πόλεμος του 1974, δεν κινδυνεύει πια!  Δεν χρειάζεται η Δημοκρατία αυτή τουρκικά στρατεύματα για να την προστατεύουν … από την Ελλάδα! Δυστυχώς, όσο βρίσκεται το στράτευμα της Τουρκίας στην Κύπρο, το νησί θα χρειάζεται το στράτευμα της Ελλάδας. Τα στρατεύματα αυτά μόνο κοινή συναινέσει μπορούν να αποχωρήσουν. Το ελληνικό πραξικόπημα, που ήθελε να ξεριζώσει η τουρκική στρατηγική το 1974, έδωσε τη θέση του σε ένα τουρκικό πραξικόπημα διαρκείας.
Ρεαλιστικά σκεπτόμενοι, λοιπόν, και μιλώντας, μόνο όταν οι δύο στρατοί αποσυρθούν αμοιβαία από την Κύπρο θα έχει λυθεί το Κυπριακό. Αυτή είναι η επίσημη θέση, άλλωστε, της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής της τωρινής κυβέρνησης στην Ελλάδα. Πρόκειται για τη μόνη ρεαλιστική θέση. Ωστόσο, πόσο πιθανό είναι να συμβεί αυτό; Δηλαδή, ποιος πιστεύει ότι η Τουρκία θα αποσύρει το στράτευμά της από την Κύπρο; Για ποιο λόγο να το κάνει; Ποιος μπορεί να την πιέσει; Ποιος έχει πρόθεση να την εξαναγκάσει; Κανείς!


Η Τουρκία θα θελήσει να αποσυρθεί από την Κύπρο μόνο όταν η συνταγματική τάξη, που ήλθε για να “αποκαταστήσει” στο νησί, της διασφαλίσει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία ως “αποκατεστημένη” θα έχει αν όχι μια τουρκική, τουλάχιστον μια φιλοτουρκική πολιτική. Ας μη γελιόμαστε: το αντίπαλο δέος, εν προκειμένω, δεν είναι η Ελλάδα. Ποτέ δεν ήταν! Ούτε καν το 1974! Το αντίπαλο δέος για την Τουρκία είναι μια ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία, της οποίας ο ισχυρότερος σύμμαχος δεν θα είναι, δυστυχώς, η Ελλάδα. Αν το πίστευε αυτό η Τουρκία, θα είχε αφήσει την Κύπρο ελεύθερη. Οι δύο στρατοί που στρατοπεδεύουν στην Κύπρο δεν είναι αντίπαλοι. Αντίπαλοι στην Κύπρο της Τουρκίας είναι στρατοί που δεν βρίσκονται στην Κύπρο… Η Κύπρος για την Τουρκία είναι ιστορικό ζήτημα. Η ιστορία, λοιπόν, θα επιλύσει το κυπριακό πρόβλημα. Αρκεί, βέβαια, να εμπλέκουμε την ιστορία στην πολιτική για να λύνουμε και όχι να συντηρούμε προβλήματα!